- αὐλητρίδων
- αὐλητρίςflute-girlfem gen pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
MENDACES et gloriosi — in Colacinae sacro quaerendi, Plaut. in Curcul. Actu 4. sc. 1. Qui periurum convenire vult hominem, mitto in comitium; Qui mendacem gloriosum, apud Cloacinae sacrum. ub Turnebus aliique putant Cluacinam, cum dicta sit a cluendo, quod celebrari et … Hofmann J. Lexicon universale
κιθαριστής — και κιθαρίστας, ὁ, θηλ. κιθαρίστρια (ΑΜ κιθαριστής, οῡ, θηλ. κιθαρίστρια, Α και κιθαριστρίς) [κιθαρίζω] αυτός που παίζει κιθάρα (α. «ἄνδρες ἀοιδοὶ ἔασιν ἐπὶ χθόνα καὶ κιθαρισταί», Ησίοδ. β. «αὐλητρίδων, ψαλτριῶν, κιθαριστριῶν», Πολυδ.) αρχ. φρ.… … Dictionary of Greek
περιδύω — Α περιεκδύω, αφαιρώ, γυμνώνω («τῶν αὐλητρίδων τὰ ἱμάτια περιέδυεν», Αθήν.). [ΕΤΥΜΟΛ. < περι * + δύω «αφανίζω, παρακμάζω» και «ενδύομαι, περιβάλλομαι»] … Dictionary of Greek
Αιγός Ποταμοί — Μικρό ποτάμι (τουρκ. Καράκοβα τσάι) στη χερσόνησο της Καλλίπολης και, κατά την αρχαιότητα, ομώνυμη μικρή πόλη στις εκβολές του, απέναντι από τη Λάμψακο. Εκεί, τον Αύγουστο του 405 π.Χ. ο σπαρτιάτικος στόλος (περίπου 200 τριήρεις) με αρχηγό τον… … Dictionary of Greek